- καλογερόπαπας
- ο (Μ καλογερόπαπας)μοναχός που χειροτονήθηκε ιερέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλογερόπαπας — ο καλόγερος που χειροτονήθηκε παπάς, ιερομόναχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιερομόναχος — ο ο μοναχός (καλόγερος) που χειροτονήθηκε ιερέας, καλογερόπαπας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)